-
1 φάραγγας
ο, φάράγγι τό ущелье, теснина; пропасть; овраг; балка -
2 φάραγγας
φάραγξcleft: fem acc pl -
3 κατα-δύω
κατα-δύω (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; ναῦς Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ ϑαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνϑρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. καταδύνω gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, untergehen, untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 ἥλιος καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ ϑαλάττης Her. 2, 174; ἡ ναῦς κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; ναῦς κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, hineindringen, - schleichen; κατα δῠναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν δυςμενέων κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεϑ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυϑμὸς καὶ ἁρμονία Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσϑαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς βάϑος Plut. Rom. 20. – c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάϑηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) sich anziehen, anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε ϑυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ πάρος εἵματα ἕστο Mosch. 4, 102.
-
4 καταδυνω...
καταδύνω...καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
5 καταδυω
καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
6 φάραγξ
-
7 ὁμαλισμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-1-0-2=3 Mi 7,12; PSal 11,4; Bar 5,7levelling, being levelled (of mountains) PSal 11,4φάραγγας πληροῦσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς valleys to be filled up to become flat ground Bar 5,7*Mi 7,12 εἰς ὁμαλισμόν (they shall be) levelled, razed to the ground-רשׁי for MT ורשׁא למני from Assur -
8 καταδύω
I intr., in [voice] Act. [tense] pres. καταδύνω and [voice] Med. καταδύομαι: [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. - εδῡσάμην, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. -δύσεο, -δύσετο:—[voice] Act., [tense] aor. 2 κατέδυν: [tense] pf. καταδέδῡκα:—go down, sink, set, esp. of the sun (as Hom. always in [tense] aor. 2 [voice] Act.),ἠέλιος κατέδυ Il.1.475
, etc.; ἅμα.. ἠελίῳ καταδύντι ib. 592;ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.10.183
;ἠελίοιο -δῡομένοιο h.Merc. 197
; καταδεδυκέναι τὴν [ νῆσον]κατὰ θαλάσσης Hdt.7.235
; also of ships, to be sunk or disabled, Id.8.90, Th.2.92, 7.34, X.HG1.6.35, etc.; alsoοἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Plb. 5.47.2
; κ. ὑφ' ὕδατι duck under water, Batr.89; καταδεδυκώς having popped down, Ar.V. 140.2 go down, plunge into, c. acc.,καταδῦναι ὅμιλον Il.10.231
, etc.; κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον ib. 517;καταδύσεο μῶλον Ἄρηος 18.134
; so μάχην, δόμον, πόλιν καταδύμεναι, 3.241, 8.375, Od.4.246: folld. by Prep., μυῖαι καδδῦσαι ([dialect] Ep. for καταδ-)κατὰ.. ὠτειλάς Il.19.25
;σπάργαν' ἔσω κατέδυνε h.Merc. 237
; καταδυσόμεθ'.. εἰς Ἀΐδαο δόμους we shall go down into.., Od.10.174; soκαταδύνειν ἐς ὕλην Hdt.9.37
, cf. 4.76; εἰς φάραγγας, of hares, X.Cyn.5.16; εἰς ἅπασαν [ τὴν πόλιν] Pl.R. 576e;κατὰ τῆς γῆς Hdt.4.132
;κατὰ τέφρας πολλῆς Plu.Cam.32
; of souls, εἰς βυθὸν κ. Plu.2.943d: c. dat., sink into,ταῖς ὁμοιοπαθείαις Metrod.Fr.38
: freq. with a notion of secrecy, insinuate oneself, steal into,καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Pl.R. 401d
; ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας κ. ib. 562e; κ. ἡ ψῦξις ἕως πλείστου the cold penetrates most, Gal.15.90, cf. 6.178.3 slink away and lie hid,καταδύεσθαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης X.Cyr.6.1.35
, cf. D.21.199 (so abs., to be overcome with shame,ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ Zos.5.40
);καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Pl.R. 579b
; , etc.4 get into, put on,κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il.6.504
, cf. Od.12.228;κατεδύσετο τεύχεα καλά Il.7.103
;εἵματα Mosch.4.102
.II causal, make to sink, rare in [tense] pres.,ἐμπίπτων καὶ καταδύων Pherecr.12
;ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει X.Cyr.6.1.37
: mostly in [tense] aor. 1,γαύλους καταδύσας Hdt.6.17
; in naval warfare, καταδῦσαι ναῦν cut it down to the water's edge, disable it, Id.8.87, al., Ar.Ra.49, Th.1.50; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν we let the sun go down in talk, Call.Epigr.2, cf. Aristaenet.1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδύω
-
9 λάκας
λάκας· φάραγγας, Hsch. -
10 συνεξωθέω
A drive out together,ἱδρῶτα Hp.Vict.2.66
; puff out, [ τὴν φιλοτιμίαν] Plu.2.820a; σ. αὐτὸς ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν γῆν ib.984f; τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν ib.1110e;συνοδίαν εἰς τὰς φάραγγας Str.4.6.6
; dismiss at the same time, Lib.Or.18.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξωθέω
-
11 λάκκος 1
λάκκος 1Grammatical information: m.Meaning: `pond, cistern, pit, reservoir' (IA.).Compounds: As 1. member e. g. in λακκό-πλουτος m. `who hides his wealth in a cistern', surn. of Callias etc. (Plu.); as 2. member in the hypostasis προ-λάκκ-ιον (Arist.), προσ-λάκκ-ιον (Gal.) `pre-, side-cistern'; vgl. προ-άστ-ιον.Derivatives: λακκ-αῖος `stemming from a λ.' (hell.), - ώδης `full of λ'. (Gp.), - άριος `guard of a λ.' (Gloss.), - ίζω `dig a λ.' (Suid.). Λακκίον name of the small harbour in Syracuse (D. S.).Etymology: Opposed to the o-stem λάκκος there are several western and northern languages with an u-stem: Lat. lacus `lake, pond, pit etc.', Celt., e. g. OIr. loch `lake, pond', Germ., e. g. OS lagu `lake, water', Slav., e. g. OCS loky ' λάκκος'; so λάκκος stands for *λάκϜ-ος (on the phonetics Schwyzer 317 a. 472). Details in WP. 2, 380f., Pok. 653, W.-Hofmann s. lacus, Vasmer Wb. 2,55. A trace of the u-stem in Greece Grošelj Razprave 2, 44 supposes in λάκυρος στεμφυλίας οἶνος H. (?). On the stemvowel (not convincing) Kuhn KZ 71, 150. - On NGr. forms λάκκος, λάκκα `cleft' ( λάκ\<κ\> ας φάραγγας H.), λαγκάδι (\< λακκάδιον) `id.' Georgacas ByzZ 41, 367, Kretschmer Glotta 12, 202. Perh. from IE * loku-, Schrijver, Larr. Latin 422ff, 475.Page in Frisk: 2,75-76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάκκος 1
См. также в других словарях:
φάραγγας — ο βλ. φαράγγι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάραγγας — φάραγξ cleft fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гроблѧ — ГРОБЛ|Ѧ (10*), Ѣ ( Ѧ) с. То же, что греблѩ: ѡградивъ бо ѥго [город] треми стѣны и гроблю въ трѹбахъ текѹщи водѣ всю створи (φάραγξι) ГА XIII–XIV, 92б; и приложить ти приспѹ и съзижеть ѡкрѹгъ тебе гроблю и пристѹпить съ ѡрѹжиемь (κάρακα) Там же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
безпоутьѥ — БЕЗПОУТЬ|Ѥ (3*), ˫А с. Бездорожье, отсутствие пути: і преідохо(м) всю землю ту беспутьемъ. і стуживше собѣ і помолихомь(с) б҃у. наставлѩющаго ны на путь бл҃гъ. СбПаис XIV/XV, 152 об.; горы же ѡбъшедъ. и беспуть˫а и непроходима˫а дебри (ἀτριβεῖς… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
λάκας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φάραγγας» … Dictionary of Greek
ομαλισμός — ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω] (ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ) μσν. επίλυση προβληματικής κατάστασης αρχ. 1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου 2. φρ. «καθ ὁμαλισμὸν … Dictionary of Greek
φάραγγα — η / φάραγξ, αγγος, ΝΑ, και φάραγγας, ο, Ν το φαράγγι αρχ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε εδαφική κοιλότητα, όπως λ.χ. το σπήλαιο 2. μτφ. α) άνθρωπος πλεονέκτης β) ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ ρίζας *bher «κόβω,… … Dictionary of Greek
φαράγγι — φαράγγι, το και φάραγγας, ο βαθύ χάσμα μεταξύ βουνών, βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, βάραθρο, ρεματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)